- αλγικός
- -ή, -ό Ιατρ.ο σχετικός με το άλγος.[ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < άλγος + κατάλ. –ικός*, πρβλ. γαλλ. algique].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αναλγικός — ή, ό αυτός που καταπραΰνει τον πόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + αλγικός. Ο τ. αναλγικόν μαρτυρείται από το 1889 στον Ιωάννη Πύρλα, ιατροφιλόσοφο] … Dictionary of Greek